ρινηλατώ

ρινηλατώ
(ε) αμετ. брать след (о собаке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρινηλατώ" в других словарях:

  • ρινηλατώ — ῥινηλατῶ, έω, ΝΑ [ῥινηλάτης] ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.) αρχ. μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτι («ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ῥινηλατῶ — ῥῑνηλατῶ , ῥινηλατέω track by scent pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥῑνηλατῶ , ῥινηλατέω track by scent pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκρινίζω — ἐκρινίζω (Α) ανιχνεύω με την όσφρηση, ρινηλατώ* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»